ηνιοχικη

ηνιοχικη
    ἡνιοχική
    ἡνι-οχική
    ἥ (sc. τέχνη) искусство управления лошадьми Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηνιοχικη" в других словарях:

  • ἡνιοχικῇ — ἡνιοχικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοχική — ἡνιοχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»